εκχυλισματικός

εκχυλισματικός
-ή, -ό
αυτός που προέρχεται από εκχύλιση ή εκχύλισμα
(«εκχυλισματικές ουσίες»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκχυλισματικός — ή, ό που προέρχεται από εκχύλιση ή εκχύλισμα: Εκχυλισματικές ουσίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”